Ειδικά στις γυναίκες, οι θάνατοι από καρδιαγγειακά νοσήματα είναι πιο συχνοί ακόμα και από τον καρκίνο του μαστού σε όλες τις ηλικίες. Επιπλέον, όταν στις γυναίκες εμφανιστούν τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η πρόγνωση είναι δυσμενέστερη, συγκριτικά με τους άνδρες.

Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κάθε χρόνο πεθαίνουν περισσότερες από μισό εκατομμύριο γυναίκες από καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι περισσότερες γυναίκες που κατέληξαν από αιφνίδιο θάνατο ήταν ασυμπτωματικές και δεν είχαν παρουσιάσει κλινικές εκδηλώσεις στεφανιαίας νόσου.

Οι ειδικοί προτείνουν έξι απλά βήματα ώστε οι γυναίκες να ενισχύσουν την υγεία της καρδιάς τους:

Συχνά διαλείμματα: Το στρες είναι βασικός παράγοντας κινδύνου για έμφραγμα και εγκεφαλικό. Η σωματική άσκηση, ο διαλογισμός και οι ευχάριστες δραστηριότητες βοηθούν ώστε να απαλλαγούμε από το στρες και να ζήσουμε περισσότερο.

Γυμναστική: Κάθε μορφή άσκησης, αλλά και ένας περίπατος 20 λεπτών σε καθημερινή βάση μπορεί να αποδειχθεί σωτήριος. Οι αυξημένοι παλμοί της καρδιάς κατά τη γυμναστική μειώνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου τουλάχιστον κατά 50%.

Όχι στο πρόχειρο φαγητό: Οι επεξεργασμένες τροφές περιέχουν πολύ αλάτι και άλλα βλαβερά συστατικά που στερούν από τον οργανισμό την απαραίτητη ενέργεια και επιταχύνουν τη διαδικασία της γήρανσης.

Καλός ύπνος: Κατά μέσο όρο προτείνεται στις γυναίκες να κοιμούνται 7-8 ώρες κάθε βράδυ. Η έλλειψη ύπνου οδηγεί σε άνοδο της αρτηριακής πίεσης και στο αυξημένο στρες, ενώ παράλληλα εντείνει το αίσθημα της πείνας και επιβραδύνει το μεταβολισμό.

Μεσογειακή διατροφή: Είναι ιδανική για την καλή υγεία της καρδιάς. Περιλαμβάνει φρούτα, λαχανικά, προϊόντα ολικής άλεσης και ξηρούς καρπούς. Επίσης, δίνει έμφαση στο ελαιόλαδο αντί για το βούτυρο και συνιστά τη χρήση βοτάνων και μπαχαρικών αντί αλατιού, προκειμένου να δώσουμε γεύση σε ένα πιάτο. Το κόκκινο κρέας πρέπει να καταναλώνεται με μέτρο, ενώ επιτρέπει την κατανάλωση κόκκινου κρασιού σε μικρές ποσότητες.

Διακοπή καπνίσματος: Ακόμη και λίγα τσιγάρα την ημέρα διπλασιάζουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας. Στα 3 με 5 χρόνια μετά τη διακοπή, ο κίνδυνος μειώνεται σε ποσοστό που αντιστοιχεί σε έναν μη καπνιστή.