Οι κίνδυνοι είχαν επισημανθεί και στο παρελθόν από διεθνή επιστημονική έρευνα, η οποία επιβεβαίωνε ότι δύο συνηθισμένα μη-στεροειδή αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη, το Iμπουπροφέν (Advil) και το Ντικλοφενάκ (Voltaren), μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο καρδιολογικών προβλημάτων.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν τις περιπτώσεις άνω των 353.000 ασθενών με βάση 639 κλινικές δοκιμές και εστίασαν την προσοχή τους σε μεγάλες ημερήσιες δοσολογίες (τουλάχιστον 150 μιλιγκράμ Ντικλοφενάκ και 2.400 μιλιγκράμ Ιμπουπροφέν). Όπως διαπίστωσαν, για κάθε 1.000 άτομα που έπαιρναν τα φάρμακα, υπήρχαν τρία πρόσθετα εμφράγματα (εκ των οποίων το ένα θανατηφόρο) και τέσσερα πρόσθετα περιστατικά καρδιοπάθειας, καθώς επίσης αρκετές περιπτώσεις στομαχικής αιμορραγίας.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εξαιτίας των εν λόγω φαρμάκων αυξάνει από οκτώ σε 11 ανά 1.000 ανθρώπους ο αριθμός των εμφραγμάτων κάθε χρόνο. «Ποσοστό τρία τοις χιλίοις ετησίως ακούγεται αρκετά μικρός κίνδυνος, όμως αυτό είναι κάτι που θα αποφασίσουν οι ασθενείς», δήλωναν.
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει κανείς να διστάζει να παίρνει ακόμα και χωρίς συνταγή τα συγκεκριμένα φάρμακα για σύντομο διάστημα, για παράδειγμα εξαιτίας περιστασιακών πονοκεφάλων ή μυικών πόνων. Οι επιστήμονες, όμως, προσθέτουν ότι όσοι ήδη έχουν καρδιολογικά προβλήματα ή κινδυνεύουν να αποκτήσουν (π.χ. λόγω υψηλής χοληστερόλης ή αρτηριακής πίεσης), θα αυξήσουν περαιτέρω τον κίνδυνο στο βαθμό που παίρνουν τα φάρμακα αυτά για καιρό και σε μεγάλες δόσεις. Όπως είπε, ίσως αυτοί οι ασθενείς θα έπρεπε παράλληλα να παίρνουν στατίνες, που μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Η νέα μελέτη συμπέρανε ότι ένα τρίτο φάρμακο, το «Ναπροξέν», που επίσης δρα σαν την ασπιρίνη ως αντιπηκτικό του αίματος, εμφανίζει μικρότερο κίνδυνο καρδιολογικών επιπλοκών σε σχέση με το «Ιμπουπροφέν» (εμπορική ονομασία Advil) και το «ντικλοφενάκ» (Voltaren), γι’ αυτό μερικοί γιατροί, άλλωστε, το προτιμούν ήδη σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου. Ένα παρόμοιο φάρμακο, το Vioxx της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Merck, είχε αποσυρθεί από την αγορά το 2004, εξαιτίας παρεμφερών ανησυχιών για επιπτώσεις στην καρδιά.