Το διαζύγιο είναι ένα γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα ταράζει τον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο ενός παιδιού. Αν θα μετατραπεί σε τραυματικό εξαρτάται από τις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας πριν από το χωρισμό, από το πως θα χειριστούν οι γονείς το διαζυγίου και φυσικά από την ιδιοσυγκασία του παιδιού.
Το διαζύγιο έχει επιβλαβείς επιδράσεις στην ψυχή ενός παιδιού όταν πριν από το χωρισμό βίωνε διάφορες εντάσεις μεταξύ των γονιών του, όταν ο ένας γονιός συμπεριφέρονταν με επιθετικότητα και περιφρόνηση προς τον άλλον.
Επίσης, ψυχολογικά προβλήματα εμφανίζονται στο παιδί όταν χρησιμοποιείται ως ‘ενδιάμεσος’ή ‘σύμμαχος’ ή όταν γίνεται αντικείμενο διαμάχης προκείμενου οι γονείς του να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές. Η αντιπαλότητα αυτή που υπάρχει μεταξύ των δυο πρώην συζύγων βιώνεται από το παιδί με συναισθήμάτα άγχους, ανασφάλειας, θλίψης, θυμού και ενοχών.
Τα παιδιά περνάνε από κάποια στάδια για να μπορέσουν να αποδεχθούν το διαζύγιο τα οποία είναι τα εξής:
- αρνούνται να αποδεχθούν το χωρισμό. Θεωρούν ότι ο απών γονέας θα ξαναγυρίσει και συνήθως εμμένουν σε φαντασιώσεις για συμφιλίωση. Καταναλώνουν μεγάλη ψυχική ενέργεια ώστε να βρουν διάφορους τρόπους οι οποίοι θα είναι ικανοί να επανασυνδέσουν τους γονείς τους.
- τα παιδιά συχνά βιώνουν αμφιθυμικά συναισθήματα προς τους δύο γονείς. Το παιδί μπορεί να ενοχοποιήσει τον γονιό με τον οποίο μένει με την αιτιολογία ότι αυτός είναι υπεύθυνος για το χωρισμό και να εξιδανικεύσει τον απόντα γονιό ή να αισθανθεί εγκατάλειψη και απόρριψη από το γονιό ο οποίος έχει φύγει και ασφάλεια και τρυφερότητα από το γονιό με τον οποίο μένει.
Τα παιδιά μπορεί να μην εκφράσουν λεκτικά τη λύπη τους και την απογοήτευσή τους, όμως την παρουσιάζουν με μη λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας όπως με ψυχοσωματικά συμπτώματα, ενούρηση, φοβίες κ.α είδους συμπτώματα.
Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των παιδιών διαφέρουν ανάλογα με την αναπτυξιακή τους ηλικία. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας νιώθουν ότι ο κόσμος τους περιστρέφεται γύρω από αυτά και την οικογένειά τους και θεωρούν ότι αυτή είναι πηγή ασφάλειας.
Δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι οι γονείς τους δεν ζουν μαζί και αδυνατούν ακόμα περισσότερο να κατανοήσουν τους λόγους του διαζυγίου. Σε αυτή την ηλικία βιώνουν το διαζύγιο ως απόρριψη, εγκατάλειψη, ή ενοχοποιούν τον εαυτό τους ότι ‘ήταν κακά παιδιά’.
Λόγω αυτής της αντίληψης είναι συχνό φαινόμενο να λένε στους γονείς ότι ‘θα πάψουν να κάνουν αταξίες και θα κάθονται φρόνιμα’αρκεί να γυρίσει πίσω ο γονιός. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές στον ύπνο (να κοιμούνται λίγες ή πολλές ώρες, ο ύπνος του να είναι ανήσυχος ή να βλέπουν συχνούς εφιάλτες), διαταραχές στο φαγητό (απώλεια όρεξης ή αυξημένη λήψη τροφής), επιθετικότητα, ενούρηση, τραυλισμό, παλινδρόμηση σε προηγούμενες συμπεριφορές είτε αυξημένη προσκόλληση στον ένα γονέα λόγω φόβου ότι μπορεί και αυτός να το εγκαταλείψει.
Τα παιδιά σχολικής ηλικίας έχουν ακούσει για το διαζύγιο από το κοινωνικό τους περιβάλλον, όμως δεν μπορούν να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι γονείς τους δεν είναι αγαπημένοι και γι’ αυτό το λόγο θα χρειαστεί να χωρίσουν. Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν κρίσεις θυμού (να γίνουν αντιδραστικά, απείθαρχα), να γίνουν αντικοινωνικά, να παρουσιάσουν αδυναμία συγκέντρωσης το οποίο συνεπάγεται πτώση στη σχολική επίδοση, να λένε ψέματα, είτε να είναι υπερβολικά υπάκουα και κλεισμένα στον εαυτό τους.
Αυτές οι περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές, διότι το παιδί δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του αντιθέτως τα καταπιέζει μέσα του και αυτό κάποια στιγμή θα αποβεί καταστρεπτικό για την ψυχική του ισορροπία.
Η έλλειψη ενός γονιού -και ιδίως του πατέρα- δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη του παιδιού. Η απουσία του πατέρα από τη ζωή του αγοριού παρεμποδίζει την ταυτοποίηση μαζί του, διαδικασία η οποία είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της ταυτότητάς του.
Τα αγόρια συχνά για να μπορέσουν να διαχειριστούν τα συναισθήματα της απώλειάς τους μπορεί να στρέψουν την επιθετικότητά τους προς τους άλλους, να αναπτύξουν αντικοινωνική και παραπτωματική συμπεριφορά είτε να χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και ανωριμότητα.
Ενώ αντιθέτως στα κορίτσια η έλλειψη του πατέρα δημιουργεί διαστρεβλωμένη εικόνα για το αντρικό πρότυπο με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο. Επίσης, τα κορίτσια στρέφουν την επιθετικότητά τους προς τον εαυτό τους, παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, νιώθουν φόβο εγκατάλειψης και απόρριψης από το αντίθετο φύλο και αισθάνονται ενοχές όταν η σχέση τους δεν εξελίσσεται σωστά, παρόλο που μπορεί να μην ευθύνονται εκείνες.
Αυτές οι επιβλαβείς επιδράσεις συμβαίνουν όταν η απουσία του πατέρα είναι είτε φυσική είτε συναισθηματική. Αντιθέτως, εάν η παρουσία του είναι αισθητή, το παιδί μπορεί να αναπτύξει μια υγιή προσωπικότητα.