Συνεχίζεται ο δειγματοληπτικός έλεγχος στο νερό των ξενοδοχείων σε όλη την Κρήτη, ύστερα από τη νόσηση της Βρετανίδας τουρίστριας με τη «νόσο των λεγεωνάριων».
Όπως προέκυψε από τους σχετικούς ελέγχους στην Κρήτη και γνωστοποίησε η ΕΡΤ, το βακτήριο της λεγιονέλλας βρέθηκε στο 50% των δειγμάτων που ελήφθησαν.
Ειδικότερα, σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο αναπληρωτής περιφερειάρχης Γιώργος Πιτσούλης με τη συμμετοχή του προέδρου του ΕΟΔΥ Χριστάκη Χατζηχριστοδούλου, της υπεύθυνης του περιφερειακού εργαστηρίου δημόσιας υγείας Κρητης, Άννας Ψαρουλάκη, εκπροσώπων ξενοδοχείων και λοιπών υπηρεσιακών παραγόντων, επισημάνθηκε ότι είναι επιτακτική ανάγκη τόσο να συνεχιστούν οι έλεγχοι όσο και να τηρούνται οι κανόνες για την πρόληψη της ανάπτυξης πληθυσμών του βακτηρίου.
Κρήτη: Πώς έγιναν οι έλεγχοι
Οι έλεγχοι, παρά το γεγονός ότι γίνονται σταθερά κάθε χρόνο, εντατικοποιήθηκαν μετά την εισαγωγή μιας Βρετανίδας τουρίστριας στη μονάδα εντατικής θεραπείας με τη νόσο. Το βακτήριο της λεγιονέλλας εισήλθε στον οργανισμό της στην αρχή των διακοπών της σε ξενοδοχείο της Χερσονήσου και είχε το χρόνο επώασης που χρειάζεται για να εκδηλωθεί.
Το συγκεκριμένο βακτήριο αναπτύσσεται σε “μεσαίες” θερμοκρασίες, δηλαδή από 30 ως 40 βαθμούς Κελσίου. Γι’ αυτό το λόγο, όπως εξήγησε στην ΕΡΤ ο προϊστάμενος της διεύθυνσης δημόσιας υγείας της Περιφέρειας Κρήτης Αντώνης Παπαδάκης, «το νερό που χρησιμοποιείται στο πότισμα, στο ντους, στα σιντριβάνια και όπου αλλού μπορεί να εισέλθει νερό στο σώμα μέσω της αναπνοής, πρέπει να είναι είτε κρύο είτε ζεστό. Το νερό στους 50 βαθμούς εμποδίζει το βακτήριο να αναπτυχθεί και σε ακόμα μεγαλύτερες το καταστρέφει. Επίσης, δεν αναπτύσσεται ούτε στις χαμηλές θερμοκρασίες».
Από τη νόσο των Λεγεωνάριων δεν κινδυνεύει κάποιος που θα πιει νερό με το βακτήριο. Κινδυνεύει όποιος το εισπνεύσει, καθώς προσβάλει τις κυψελίδες των πνευμόνων και δημιουργεί πνευμονία και πυρετό. Μάλιστα, βιβλιογραφικά, η θνητότητα από τη νόσο είναι ιδιαιτέρως υψηλή και φτάνει το 15% για τον υγιή πληθυσμό και ξεπερνάει το 30% για τις ευπαθείς ομάδες.
«Το βακτήριο βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον, όπως σε λίμνες και ποτάμια, ενώ κάποια μελέτη έχει δείξει ότι έχει βρεθεί ακόμα και σε απιονισμένο νερό. Στη συνέχεια εισέρχεται σε τεχνικό δίκτυο ύδρευσης το οποίο είτε λόγω παλαιότητας, μη συντήρησης ή μη απολύμανσης και βέβαια εξαιτίας της μη τήρησης της σωστής θερμοκρασίας, αναπτύσσεται» καταλήγει ο κ. Παπαδάκης, επισημαίνοντας ότι το βακτήριο “κρύβεται” σε τυφλά και αδιέξοδα σημεία του δικτύου και δεν καταστρέφεται με την απλή χλωρίωση.