Τα αρχικά τεστ ήταν θετικά για τον ιό και τα δείγματα αναλύονται εκ νέου από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).

Εάν επιβεβαιωθούν, θα είναι η δεύτερη φορά που εντοπίζεται ο ιός στη Δυτική Αφρική, μετά από ένα μικρό ξέσπασμα στη Γουινέα, πέρυσι.

Ο ΠΟΥ στέλνει ειδικούς για να βοηθήσουν τους υγειονομικούς της Γκάνας και να εντοπίσουν τις στενές επαφές των θυμάτων.

Ο θανατηφόρος ιός, που ανήκει στην ίδια οικογένεια ιών με τον Έμπολα, σκοτώνει από το 25% έως το 90% όσων μολύνει.

Το εξαιρετικά μολυσματικό παθογόνο θεωρείται η επόμενη πανδημική απειλή, με τον ΠΟΥ να τον περιγράφει ως «επιρρεπή σε επιδημίες».

Οι μολυσμένοι ασθενείς γίνονται σαν «φαντάσματα», με βαθουλωτά μάτια και ανέκφραστα πρόσωπα. Στα συνοδά συμπτώματα περιλαμβάνεται η αιμορραγία από τη μύτη, τα ούλα, τα μάτια και τον κόλπο.

Ο Δρ. Φράνσις Κασόλο, εκπρόσωπος του ΠΟΥ στην Γκάνα, δήλωσε: «Οι υγειονομικές αρχές ερευνούν την κατάσταση και προετοιμάζονται για αντιμετώπιση της πιθανής επιδημίας. Συνεργαζόμαστε στενά με τους υγειονομικούς φορείς στη χώρα για να ενισχύσουμε τον εντοπισμό πιθανών κρουσμάτων, να παρακολουθήσουμε τις επαφές και να είμαστε έτοιμοι να ελέγξουμε την εξάπλωση του ιού».

Αξιωματούχοι δήλωσαν ότι οι δύο ασθενείς από τη Γκάνα είχαν διάρροια, πυρετό, ναυτία και εμετό. Η ηλικία και το φύλο τους δεν έχουν αποκαλυφθεί.

Η ανάλυση δειγμάτων που ελήφθησαν από τους δύο ασθενείς από το Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας Noguchi Memorial της χώρας ήταν θετική για τον Marburg.

Τώρα έχουν σταλεί στο Ινστιτούτο Παστέρ στη Σενεγάλη για επιβεβαίωση. Αυτό θα σήμαινε τις πρώτες δύο περιπτώσεις του ιού Marburg στη Γκάνα.

Κρούσματα του ιού έχουν καταγραφεί στο παρελθόν στην Αγκόλα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Κένυα, τη Νότια Αφρική και την Ουγκάντα.

Ο ιός μεταφέρεται από νυχτερίδες που τρέφονται με φρούτα και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω του αίματος και των σωματικών υγρών, καθώς και μέσω της επαφής με μολυσμένες επιφάνειες.

Για τον περιορισμό του ιού απαιτούνται εξαιρετικά αυστηρά μέτρα ελέγχου της μόλυνσης.

Ο ιός ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά σε ανθρώπους το 1967, στη Φρανκφούρτη και στο Βελιγράδι, όταν μεταδόθηκε σε εργαζόμενους στο εργαστήριο από πιθήκους που εισήχθησαν από την Ουγκάντα.

Δεύτερη φορά ανιχνεύθηκε το 2008 σε μια Ολλανδή που επέστρεψε στη χώρα της από την Ουγκάντα, όπου επισκεπτόταν σπήλαια.

Η ασθένεια ξεκινά απότομα, με υψηλό πυρετό και έντονο πονοκέφαλο, που συχνά οδηγεί σε σοβαρή αιμορραγία εντός επτά ημερών.

Δεν υπάρχουν εγκεκριμένα εμβόλια ή αντιιικές θεραπείες για τη θεραπεία του ιού, επομένως οι γιατροί πρέπει να βασίζονται σε ενδοφλέβιες σταγόνες για να βελτιώσουν τα συμπτώματα.

Μια σειρά από πιθανές θεραπείες, όπως με πλάσμα αίματος ή ανοσοθεραπεία, βρίσκονται ακόμη υπό ανάπτυξη.

Τι είναι ο ιός Marburg

Ο ιός Marburg προκαλεί σοβαρό και εξαιρετικά θανατηφόρο αιμορραγικό πυρετό που συχνά σκοτώνει όποιον μολύνει.

Τα αρχικά συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο πονοκέφαλο, υψηλό πυρετό, διάρροια, πόνο στο στομάχι και εμετό και σταδιακά επιδεινώνονται.

Στα αρχικά στάδια της νόσου, είναι πολύ δύσκολο να γίνει διάκριση από άλλες τροπικές ασθένειες που προκαλούν πυρετό, όπως ο Έμπολα και η ελονοσία.

Μετά από πέντε ημέρες, πολλοί ασθενείς αρχίζουν να αιμορραγούν κάτω από το δέρμα, στα εσωτερικά όργανα ή από σημεία του σώματος όπως το στόμα, τα μάτια και τα αυτιά.

Επί του παρόντος δεν υπάρχει θεραπεία για τη νόσο και οι ασθενείς παρακολουθούνται και αντιμετωπίζονται με υγρά.

Οι ασθενείς πεθαίνουν από νευρολογικές επιπλοκές, με το ποσοστό θνησιμότητας να φτάνει το 50%, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Τα ποσοστά θνησιμότητας σε προηγούμενα κρούσματα κυμαίνονται από 24% έως 88% επί των μολύνσεων.

Ο ιός μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω της έκθεσης σε ορυχεία ή σπηλιές που κατοικούνται από νυχτερίδες Rousettus και στη συνέχεια εξαπλώνεται μέσω της άμεσης επαφής με σωματικά υγρά ή επιφάνειες και υλικά μολυσμένα με αυτά τα υγρά μολυσμένων ανθρώπων.