Η 10η Μαΐου έχει καθιερωθεί και τιμάται διεθνώς από τις κατά τόπους οργανώσεις και συνδέσμους ασθενών με Λύκο, με στόχο την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, της πολιτείας και των ασθενών για τις διάφορες παραμέτρους της πάθησης με σκοπό την διασφάλιση μιας καλής, μακρόχρονης και δημιουργικής ζωής με Λύκο.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) ανήκει στην οικογένεια των ρευματικών παθήσεων.
Πρόκειται για χρόνια αυτοάνοση ασθένεια όπου το ανοσοποιητικό σύστημα, το οποίο συνήθως καταπολεμά τις λοιμώξεις, επιτίθεται σε υγιή ιστό και μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή και πόνο σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος όπως το δέρμα, τα νεφρά, τον εγκέφαλο, τα κύτταρα του αίματος, τους πνεύμονες, την καρδιά και τις αρθρώσεις.
Εννέα στους δέκα ασθενείς με λύκο είναι γυναίκες, στις οποίες εκδηλώνεται στις ηλικίες μεταξύ των 15 και 40 ετών.
Υπάρχουν δύο βασικές μορφές λύκου, ο δερματικός που περιορίζεται στην πρόκληση εξανθημάτων στο δέρμα και ο συστηματικός ερυθηματώδης που προσβάλλει δέρμα και αρθρώσεις, ενώ συχνά επηρεάζει και εσωτερικά όργανα (νεφρά, καρδιά κ.α.).
Ο λύκος εκδηλώνεται διαφορετικά σε κάθε ασθενή, τόσο από πλευράς σοβαρότητας όσο και από πλευράς συμπτωμάτων.
Στα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνονται τα εξής:
- Έντονη κόπωση
- Πόνος ή πρήξιμο των αρθρώσεων
- Οίδημα (πρήξιμο) στα χέρια, στα πόδια και γύρω από τα μάτια
- Πονοκέφαλους
- Χαμηλό πυρετό
- Ευαισθησία στο ηλιακό φως (φωτοευαισθησία)
- Πόνο στο στήθος στη βαθιά αναπνοή
- Τριχόπτωση
- Έλκη στο στόμα
Το σύνδρομο Raynaud (Ρεϊνό): διαταραχή στην αιματική κυκλοφορία στα χέρια και στα πόδια, όπου οι άκρες των δακτύλων γίνονται ωχρές ή μπλε.
Η διάγνωση γίνεται με βάση τη συνολική εικόνα του ασθενούς και την αξιολόγηση συμπτωμάτων φλεγμονής, καθώς και εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων.
Εργαστηριακές διαγνωστικές εξετάσεις
Αφορούν εξετάσεις αίματος και ούρων που μπορούν να περιλαμβάνουν:
- Γενική αίματος: αυτή τη εξέταση μετρά τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων, των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων, καθώς και την ποσότητα της αιμοσφαιρίνης, της πρωτεΐνης που μεταφέρει το οξυγόνο στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Τα αποτελέσματα μπορούν να υποδείξουν αναιμία, που είναι συχνό εύρημα στο λύκο ή και χαμηλά λευκά ή αιμοπετάλια.
- Ταχύτητα καθίζησης ερυθρών: Αυτή η εξέταση αίματος καθορίζει το ρυθμό με τον οποίο τα ερυθρά αιμοσφαίρια κατακάθονται στο κάτω μέρος ενός σωλήνα, σε διάστημα μιας ώρας. Ένας ταχύτερος από τον κανονικό ρυθμός καθίζησης, μπορεί να υποδηλώνει φλεγμονή ή μια συστηματική ασθένεια, όπως ο λύκος. Η ταχύτητα καθίζησης δεν αφορά κάποια συγκεκριμένη ασθένεια. Μπορεί να αυξηθεί σε περιπτώσεις λύκου, λοίμωξης, άλλων φλεγμονωδών καταστάσεων ή καρκίνου.
- Δείκτες της ηπατικής και της νεφρικής λειτουργίας: Εξετάσεις αίματος μπορούν να αξιολογήσουν πόσο καλά λειτουργούν τα νεφρά και το ήπαρ. Ο Λύκος μπορεί να επηρεάσει αυτά τα όργανα.
- Μέτρηση αντισωμάτων (ANA): Μια θετική εξέταση για την παρουσία αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ) –πρόκειται για μια ομάδα αντισωμάτων που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα- υποδεικνύει ένα υπερδραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα. Ενώ τα περισσότερα άτομα με λύκο είναι θετικά στην παρουσία ANA, τα περισσότερα άτομα με θετικά ANA δεν έχουν λύκο. Στην περίπτωση ανεύρεσης ΑΝΑ, ο γιατρός συστήνει τη διενέργεια εξετάσεων για πιο ειδικά αντισώματα.
- Ανάλυση ούρων: Αφορά στην εξέταση ενός δείγματος ούρων. Μπορεί να δείξει αυξημένα επίπεδα πρωτεϊνών ή ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα, το οποίο μπορεί να συμβεί εάν ο λύκος έχει επηρεάσει τα νεφρά.
Απεικονιστικές εξετάσεις
Σε περίπτωση υποψίας για καρδιακή βλάβη, ο γιατρός μπορεί να συστήσει τη διενέργεια:
- Ακτινογραφίας θώρακα: μπορεί να αποκαλύψει την ύπαρξη υγρού ή φλεγμονής στους πνεύμονες.
- Υπερηχογραφήματος καρδιάς: Αυτή η εξέταση χρησιμοποιεί υπερήχους για να παράγει εικόνες της παλλόμενης καρδιάς σας σε πραγματικό χρόνο. Μπορεί να ελέγξει προβλήματα με τις βαλβίδες και άλλα μέρη της καρδιάς.
Βιοψία
Ο λύκος μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο δέρμα, στα νεφρά και σε άλλα όργανα. Η θεραπεία μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο βλάβης που έχει προκύψει. Η λήψη δείγματος ιστού από το δέρμα ή το νεφρό, γίνεται με τη χρήση μιας ειδικής βελόνης. Η εξέταση του δείγματος μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει τη διάγνωση λύκου και να καθοδηγήσει την επιλογή προς την κατάλληλη θεραπεία.
Φαρμακευτική Αγωγή
Η φαρμακευτική αγωγή για το λύκο, εξαρτάται από τα συμπτώματα του κάθε ασθενή. Για τον προσδιορισμό της αντιμετώπισης ή μη των συμπτωμάτων και ποια φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, απαιτείται προσεκτική συζήτηση για τα οφέλη και τους κινδύνους, μεταξύ του ασθενούς και του θεράποντα γιατρού.
Καθώς υποχωρούν τα συμπτώματα, μπορεί να χρειαστεί αλλαγή στα φάρμακα ή στις δοσολογίες. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται πιο συχνά για τον έλεγχο του λύκου περιλαμβάνουν:
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ναπροξένη, ιβουπροφαίνη, κ.ά.)
- Ανθελονοσιακά φάρμακα (Plaquenil)
- Κορτικοστεροϊδή (Medrol, Prezolon)
- Ανοσοκατασταλτικά (αζαθιοπρίνη, μυκοφαινολάτη μοφετίλ, μεθοτρεξάτη)
- Βιολογικούς παράγοντες (belimumab)
- Αντιπηκτικά (ασπιρίνη, ηπαρίνη, sintrom, κ.ά.)
- Φάρμακα που αφορούν στο όργανο που μπορεί να έχει υποστεί βλάβη (αντι-υπερτασικά, διουρητικά, αντι-επιληπτικά, αντιοβιοτικά, κ.ά.)
Οι στόχοι της φαρμακευτικής θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων, η μείωση της έντασης της φλεγμονής και της βλάβης στα όργανα που μπορεί να έχουν πληγεί, η καταστολή του ανοσοποιητικού και η μείωση των υποτροπών.