Οι παθήσεις του πρωκτικού σωλήνα, επηρεάζουν τη φυσιολογία του ασθενούς, την ψυχολογική του κατάσταση και την καθημερινότητά του.
Υπάρχουν οι αιτίες, οι οριστικοί τρόποι λύσης αυτών των προβλημάτων , με τη βοήθεια που προσφέρει πλέον, η τεχνολογία, στα χέρια των έμπειρων χειρουργών.
Τι είναι η Πρωκτική Ραγάδα;
Η ραγάδα πρωκτού αποτελεί ένα πολύ κοινό κλινικό πρόβλημα, με τη συχνότητα εμφάνισής της να ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.
“Μεταξύ των παθήσεων του ορθοπρωκτικού σωλήνα, συγκαταλέγεται στις πιο συχνά εμφανιζόμενες παθήσεις.
Εμφανίζεται δε, ως μία επιμήκης, επώδυνη σχισμή (πληγή) του πρωκτικού σωλήνα που εκτείνεται από την οδοντωτή γραμμή μέχρι τον δακτύλιο, φθάνοντας μέχρι τις ίνες του έσω σφιγκτήρα του πρωκτού”, εξηγεί ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής του Ιατρικού Περιστερίου.
-Πως εκδηλώνεται και ποια είναι τα αίτια εμφάνισης;
Η ραγάδα πρωκτού εκδηλώνεται με πολύ ισχυρό πόνο αμέσως μετά τη κένωση, ο οποίος μπορεί να διαρκέσει 2-6 ώρες, ενώ κάποιες φορές συνοδεύεται από πολύ μικρή αιμορραγία.
Η δυσκοιλιότητα, η παχυσαρκία και ο υποθυρεοειδισμός αποτελούν νοσήματα που μπορεί να αυξήσουν τις πιθανότητες ανάπτυξης ραγάδων δακτυλίου.
“Κύριος παθογενετικός παράγοντας, θεωρείται ο τραυματισμός του δέρματος του πρωκτού, κατά τη δίοδο σκληρών κοπράνων (ιδίως σε περιπτώσεις χρόνιας δυσκοιλιότητας), σε συνδυασμό με υπερτονικό σφιγκτήρα του πρωκτού”, σημειώνει ο κ. Ξιάρχος.
Πως αντιμετωπίζεται;
Η φαρμακευτική θεραπεία με υπακτικά και τοπικές αλοιφές συχνά αποτυγχάνει και καθίσταται απαραίτητη η χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία είναι ευχερής, σύντομη και αποτελεσματική.
“Η χρήση Laser ή R-F από εξειδικευμένο χειρουργό επιτρέπει την αναίμακτη αντιμετώπιση της ραγάδας.
Εκτός από τον καθαρισμό της ραγάδας, συχνά γίνεται και μερική πλάγια έσω σφιγκτηροτομή, η οποία καταργεί τον χρόνιο σπασμό και διευκολύνει την ταχεία επούλωση και την αποφυγή υποτροπής“, εξηγεί ο κ. Ξιάρχος.
Η επέμβαση διαρκεί 20-30 λεπτά και ο ασθενής επιστρέφει συνήθως στο σπίτι του την ίδια ημέρα.
Τι είναι η Κύστη Κόκκυγος και ποιά είναι τα αίτια εμφάνισής της;
Η κύστη κόκκυγος (ή τριχοφωλεακό συρίγγιο) αποτελεί μία χρόνια φλεγμονή στην περιοχή του κόκκυγα και αφορά, κυρίως, στο νεανικό πληθυσμό.
Προκαλείται, συνήθως, από τη διείσδυση τριχών μέσα στο δέρμα του ασθενούς, ή από μία κύστη, που δημιουργήθηκε κατά την εμβρυϊκή ζωή.
Εμφανίζεται λόγω:
-έντονης τριχοφυΐας,
-συνεχούς τριβής στην περιοχή της ουράς, (πχ καθιστική ζωή),
-παχυσαρκίας (η οποία επίσης προκαλεί τριβή στην περιοχή των γλουτών, κ.α.).
Αποτελέσματα ερευνών έχουν αποδείξει ότι υπάρχει αύξηση στην εμφάνιση της, σε ηλικίες από 16-20 ετών, ενώ παράλληλα, υπάρχει εκθετική μείωση αυτής, από την ηλικία των 35 ετών και άνω.
“Αξιοσημείωτο είναι ότι υπάρχει μία ραγδαία αύξηση στους έφηβους, λόγω της καθιστικής ζωής που επιβάλλει το διάβασμα“, τονίζει ο κ. Ξιάρχος.
Ποια είναι τα συμπτώματα της πάθησης;
Συνήθως, εκδηλώνεται με την εμφάνιση μιας μικρής διόγκωσης στην ουρά, ή με τη δημιουργία μεγάλης και επώδυνης φλεγμονώδους μάζας, δηλαδή αποστήματος, εκροή υγρού ή πυώδους υλικού από ένα δερματικό στόμιο (συρίγγιο), στην περιοχή.
Στην οξεία μορφή παρουσιάζεται με ισχυρό πόνο, δημιουργία αποστήματος και ίσως πυρετό, όπου, πλέον, σε αυτήν την περίπτωση, η χειρουργική παρέμβαση πρέπει να είναι άμεση.
Πως αντιμετωπίζεται;
Η αντιμετώπιση της κύστης κόκκυγος γίνεται αποκλειστικά με χειρουργική πράξη.
“Η ιδανική μέθοδος θα πρέπει να συνδυάζει την μικρότερη απώλεια ιστού, την ελαχιστοποίηση της μετεγχειρητικής νοσηρότητας, τα άριστα αισθητικά αποτελέσματα, την ταχεία ανάρρωση και επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες“, επισημαίνει ο κ. Ξιάρχος.
Η μέθοδος που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις είναι, η ενδοσκοπική- ελάχιστα επεμβατική, EPSiT.
“Ο συνδυασμός της τοπικής αναισθησίας, η ολοκλήρωση της χειρουργικής πράξης, σε μόλις 20-30 λεπτά, αναίμακτα και ανώδυνα, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε απεικονιστική εξέταση, παυσίπονα, αλλά ούτε καν νοσηλεία, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ενδοσκοπική ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, EPSiT, παρέχει τα καλύτερα αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα“, καταλήγει ο κ. Ξιάρχος.